- ψελιώ
- -όω, Α [ψέλιον]1. περιβάλλω κάτι σαν ψέλιο, σαν δακτύλιος, περιστέφω («ψελιοῡν αὐχένα στεφάνοις», Ανθ. Παλ.)2. μέσ. ψελιοῡμαι, -όομαιφορώ ψέλιο, έχω βραχιόλι3. (το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως κύριο όν.) Ψελιουμένητίτλος αγάλματος τού Πραξιτέλους.
Dictionary of Greek. 2013.